Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ ΒΑΚΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΠΑΘΟΓΟΝΩΝ ΜΥΚΗΤΩΝ ΣΤΗ ΝΤΟΜΑΤΑ

Οι RhizoctoniasolaniKuhnκαι SclerotiumrolfsiiSacc είναι οι παθογόνοι μύκητες οι οποίοι προκαλούν την απόρριψη αρκετών καρπών από τα εν λόγω φυτά και κατ’ επέκταση την απώλεια μεγάλου μέρους παραγωγής τόσο στο θερμοκήπιο όσο και σε υπαίθρια καλλιέργεια. Το ποσοστό εμφάνισης των παραπάνω είναι αρκετά μεγάλο σε περιοχές εκτεταμένης καλλιέργειας τομάτας. Επί του παρόντος, υπάρχουν λίγα αποτελεσματικά μυκητοκτόνα για να ελέγξουν αυτές τις προσβολές και όταν αυτά επιτρέπονται, υπάρχουν επίσης χημικά εργαλεία, τα οποία εμπεριέχουν τεχνικούς, περιβαλλοντολογικούς και τοξικούς κινδύνους.  Επιπλέον είναι δύσκολο να προστατευτούν τα φυτά με μυκητοκτόνα εφαρμογή όταν το φύλλωμα έχει επεκταθεί και καλύπτει την περιοχή όπου τα παθογόνα ξεκινούν την προσβολή.  Πρόσφατα, η αναγκαιότητα να μειωθούν τα ενεργειακά κόστη στην γεωργία και να αναπτυχθούν πιο φιλικοί προς το περιβάλλον και πιο ασφαλείς μέθοδοι έχουν δώσει ώθηση στην επιστημονική έρευνα, η οποία θα αξιολογήσει την αποδοτικότητα των νέων μεθόδων ελέγχου ενάντια στα παθογόνα του εδάφους. Ανάμεσα σε αυτές τις νέες μεθόδους υπάρχει η εφαρμογή με ανταγωνιστικούς μικρό – οργανισμούς (μύκητες, βακτήρια, κ.λ.π), ξεχωριστά ή σε συνδυασμό με μυκητοκτόνα ή φυσικά βοηθητικά. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει την αποδοτικότητα αυτών των μικρο-οργανισμών να ελέγξουν τα παθογόνα και κατά την διάρκεια της καλλιέργειας και κατά την μετα-συλλεκτική διαχείρηση. Ο κύριος μηχανισμός δράσης αυτών των ανταγωνιστικών μικρο-οργανισμών αποτελείται από μηκυτοπαρασιτισμό των παθογόνων, έκκριση βιοδραστικών μορίων, ανταγωνισμό για χώρο και θρεπτικά, και ενδυνάμωση της άμυνας του φυτού. Κατά τα τελευταία χρόνια, η έρευνα για την επιλογή, αποδοτικότητα και τρόπος δράσης αρκετών βιοδραστικών παραγόντων οι οποίοι ψεκάζονται στο επίγειο μέρος του φυτού έχει δείξει ότι οι βιο-σχηματισμοί δεν έχουν δραστικά μειώσει την περιοχή σήψης της ρίζας. Αυτό οφείλεται στο ότι η ανταγωνιστική εφαρμογή δεν έχει φτάσει επαρκώς στην ζώνη γύρω από την ρίζα του φυτού διότι αυτή καλύπτεται από το φύλλωμα. Για αυτό το λόγο η έρευνα μελετά να βελτιώσει την προμήθεια μυκητοκτόνων και να βελτιώσει την αποδοτικότητα τους στον αγρό. Το αντικείμενο μιας πρόσφατης μελέτη έδειξε το 2010 ότι:
  1. Η αποτελεσματικότητα κάποιων νέων βιοδραστικών βακτηρίων απομονώνει το R. solani & S. roltisii στα φυτά της τομάτας τόσο στο εργαστήριο όσο και στο χωράφι.
  2. Η αξιολόγηση της αποδοτικότητας των βιοδραστικών βακτηρίων που εφαρμόσθηκαν στο χωράφι χρησιμοποιώντας την στάγδην άρδευση.

Για το πείραμα, τα FS-66 του R. solani & FS-71 του S. roltisii , απομονώθηκαν από φυσικά προσβεβλημένο φυτό τομάτας και ζαχαρότευτλο αντίστοιχα. Κατόπιν αυτά εμβολιάσθηκαν σε νεαρά φυτά τομάτας για να αξιολογηθούν οι παθογένειες τους. Ένα σύνολο από 150 βακτηριδιακά στελέχη συλλέχθηκαν εκ των οποίων τα 43 επιλέχθηκαν για το ακόλουθο πείραμα στο εργαστήριο και αξιολογήθηκαν για την ανταγωνιστική τους δραστηριότητα και για την απουσία παθογένειας στα φυτά τομάτας. Στο τέλος του πειράματος τα στελέχη Τ1Α-2Β & Τ4Β-24 κατέληξαν στους πλέον αποδοτικούς ανταγωνιστές. Το πρώτο μέρος της εργασίας διενεργήθηκε σε θάλαμο βλάστησης στους 25 βαθμούς θερμοκρασία και 60% RU, με 15 ώρες φως και 9 ώρες σκοτάδι, με τα φυτά τομάτας να αναπτύσσονται σε πλαστικά γλαστράκια διαμέτρου 8 εκατοστών.
Οι αγωγές που εφαρμόσθηκαν ήταν
  1. Βιοδραστικό βακτήριο  T1A-2B (Burkholderia cepacia);
  2. Βιοδραστικό βακτήριο  T4B-2A (Pseudomonas spp.);
  3. Βιο μυκητοκτόνο  BSF4 (Agribiotech, Cremona, Italy) βασισμένο σε Bacillus subtilis;
  4. Βιο μυκητοκτόνο  TV1 (Xeda Italia, Forlì, Italy) βασισμένο σε  Trichoderma asperellum;
  5. Χημικό μηκυτοκτόνο tolclofos-methyl (Rhizolex, Basf);
  6. Χημικό μηκυτοκτόνο azoxystrobin (Ortiva, Syngenta);
  7. Χημικό μηκυτοκτόνο fosetyl-Al (Alliette, Bayer);
  8. Χημικό μηκυτοκτόνο fosetyl-Al +  propamocarb (Previcur Energy, Bayer).
Όλα τα μυκητοκτόνα εφαρμόσθηκαν σύμφωνα με τις δοσολογίες που αναγράφονται στην ετικέτα, εμβολιασμένα και μη εμβολιασμένα φυτά χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες. Τα φυτά τεχνητά τραυματίσθηκαν στο κορμό στην περιοχή εμφάνισης της μόλυνσης και μετά 5 ml από βιολογικά και συνθετικά μυκητοκτόνα ψεκάσθηκαν στο κορμό ενώ κατόπιν  από 24 ώρες τα φυτά εμβολιάσθηκαν με  R. solani & S. roltisii.
Σοβαρότητα της ασθένειας αξιολογήθηκε περιοδικά χρησιμοποιώντας μια κλίμακα 5 βαθμίδων.
1 = καμιά κάκωση στο κορμό
2 = μικρή κάκωση στο κορμό (<25% της περιφέρειας του κορμού)
3 = μεσαίου μεγέθους κάκωση (26-50% της περιφέρειας του κορμού)
4 = μεγάλου μεγέθους κάκωση του κορμού (>51% της περιφέρειας του κορμού)
5 = νεκρό φυτό

Τα δεύτερο μέρος της εργασίας ήταν στο χωράφι από το Μάιο εως τον Ιούλιο και οι αγωγές που εφαρμόσθηκαν ήταν
  1. πειραματικό βακτήριο T1A-2B
  2. πειραματικό βακτήριο T4B-2A
  3. μυκητοκτόνο BSF4
  4. μυκητοκτόνο TV1
  5. χημικό μυκητοκτόνο tolclofos-methyl
  6. χωρίς αγωγή – μόνο με νερό

Πριν την μεταφύτευση, τα φυτά είχαν τραυματισθεί στο κορμό πάνω στην περιοχή μόλυνσης, μετά από 1 ώρα στα φυτά εφαρμόσθηκαν βιολογικά και συνθετικά μυκητοκτόνα, μετά από 24 ώρες τα φυτά εμβολιάσθηκαν με μύκητες. Κατόπιν τα φυτά μεταφυτεύθηκαν, κάθε φυτό είχε απόσταση 60 εκατοστά στην γραμμή και η κάθε γραμμή είχε απόσταση από την άλλη περίπου 100 εκατοστά. Μετά από 7 ημέρες οι αγωγές επαναλήφθηκαν τρεις φορές και τα μυκητοκτόνα εφαρμόσθηκαν στα φυτά με στάγδην άρδευση. Η εμφάνιση της ασθένειας και η σοβαρότητα της αξιολογούταν κατά εβδομαδιαία βάση με αρχή αυτής 10 ημέρες μετά τον εμβολιασμό έως την φάση της εμπορικής ωριμότητας της τομάτας.
Τα αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα από τα πειράματα στο θάλαμο βλάστησης , έδειξαν ότι το στέλεχος Τ1Α-2Β Burkholderia cepacia σημαντικά ανέστειλαν το φαινόμενο της απόρριψης το οποίο είχε προκληθεί από το S. roltissi, μειώνοντας την εμφάνιση της ασθένειας κατά 81% σε σύγκριση με τον μάρτυρα τον οποίο δεν είχα λάβει καμία αγωγή, ενώ το Β. cepacia δεν επηρέασε την μόλυνση  R.solani . H μυκητοκτόνα δράση του Τ1Α-2Β  έδρασε πιο αποτελεσματικά από τα άλλα βιο μυκητοκτόνα και χημικά μυκητοκτόνα που περιείχαν fosetyl – AI, όπου η αποδοτικότητα που προέκυψε ήταν συγκρίσιμη με αυτή του tolcclofos-methyl & azoxystrobin. Το στέλεχος Τ4Β-2A της Pseudomonas spp αποδείχθηκε αναποτελεσματικό ενάντια στο S. roltisii ενώ αυτό σημαντικά μείωσε την εμφάνιση του R. solani κατά 47,4% σε σύγκριση με τον μάρτυρα που δεν έλαβε καμία αγωγή. Τα αποτελέσματα από τα πειράματα στο χωράφι έδειξαν ότι το στέλεχος Τ4Β-2Α, το οποίο μείωσε την εμφάνιση του R. solani κατά 63% και 59% και αυτό του S. roltisii κατά 59% και κατά 73% το 2006 και 2007 αντίστοιχα.

Πηγη   http://kyttaro.net

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

SACCHAROMYCES CEREVISIAE ΓΙΑ ΕΛΕΓΧΟ ΝΗΜΑΤΩΔΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΦΥΤΩΝ



 Saccharomyces cerevisiae είναι μια αυξητικη,πολλά υποσχομενη μαγιά για διάφορες καλλιέργειες . Εφαρμογή του S. cerevisiae ως παράγοντας βιολογικού  ελέγχου του κόμβου ρίζας νηματωδών ( Meloidogyne javanica ) διερευνήθηκε σε αγγούρι κάτω από ελεγχόμενο  χώρο ανάπτυξης και πραγματικές συνθήκες . Η μαγιά S. cerevisiae είχε παρόμοια αποτελέσματα  με το νηματοδοκτόνο , Ethoprophos , όταν εφαρμόζεται στο  χώμα της ριζόσφαιρας,οδήγησε σε μια προφανή μείωση στο γδάρσιμο τη ρίζας που προκαλείται από M. javanica και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της ικανότητας αναπαραγωγής των νηματωδών σε αγγούρι κάτω από συνθήκες ανάπτυξης σε ελεγχόμενο χώρο αλλα και και συνθήκες αγρού . Η μαγιά ήταν πιο αποτελεσματική σε δοσολογία 10 από ό, τι 5 g / l. Επιπλέον, η εφαρμογή του S. cerevisiae οδήγησε σε βελτίωση της ανάπτυξης των φυτών αγγουριού και την αύξηση απόδοσης των καρπών . Υψηλή περιεκτικότητα του συνόλου των φαινολικών στις ρίζες του αγγουριού του S. cerevisiae και υπεροξείδιο του υδρογόνου δίνει μια ένδειξη για την ικανότητα της μαγιάς να αυξανει την αντίσταση του φυτού .

πηγη   http://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/03235408.2013.799819

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

ΝΙΤΡΟΒΑΚΤΗΡΙΑ Η ΒΑΚΤΗΡΙΑ ΝΙΤΡΟΠΟΙΗΣΗΣ

Τα νιτροβακτηρια ειναι μια μικρή ομάδα των αερόβιων βακτηρίων (οικογένεια Nitrobacteraceae) που χρησιμοποιούν ανόργανα χημικά ως πηγή ενέργειας. Αυτοί οι μικροοργανισμοί που είναι σημαντικά στην κύκλο του αζώτου ως μετατροπείς αμμωνίας εδάφους σε νιτρικά άλατα, ενώσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τα φυτά. Η διαδικασία της νιτροποίησης απαιτεί τη μεσολάβηση των δύο διακριτές ομάδων: βακτήρια που μετατρέπουν την αμμωνία σε νιτρώδη ( Νιτροζομονάδα , Nitrosospira, Nitrosococcus , και Nitrosolobus ) και τα βακτήρια που μετατρέπουν τα νιτρώδη (τοξικά για τα φυτά) σε νιτρικά άλατα ( Νιτροβακτηρίδιο , Nitrospina , και Nitrococcus ). Στη γεωργία, η άρδευση με αραιά διαλύματα αμμωνίας οδηγεί σε μια αύξηση στο έδαφος νιτρικά μέσω της δράσης των βακτηρίων νιτροποίησης.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΘΡΙΠΑ,ΑΚΑΡΕΩΝ,ΚΑΜΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ ΜΕ ΩΦΕΛΙΜΟ ΜΥΚΗΤΑ BEAUVERIA BASSIANA

Beauveria bassiana

Beauveria bassiana , παλαιότερα γνωστος και ως Tritirachium shiotae , είναι ένας εντομοπαθογόνος μύκητας ( παρασιτει σε έντομα ) που υπαρχει σε εδάφη σε όλο τον κόσμο. Λειτουργεί ως παράσιτο σε μια πολύ ευρεία ποικιλία των αρθροπόδων , συμπεριλαμβανομένων , αλευρώδης , τερμίτες , θρίπες , αφίδες , σκαθάρια , κάμπιες , tuta , ακρίδες , μυρμήγκια , mealybugs , κοριους και τα κουνούπια ,  . Η ευαισθησια των εντομων διαφερει σε διαφορετικά στελέχη . Τα στελέχη έχουν συλλεχθεί από διάφορες μολυσμένα έντομα και καλλιεργήθηκαν για να δημιουργήσουν ένα συγκεκριμένο προϊόν για εμπορική χρήση . Το προϊόν είναι κατασκευασμένο μέσω μιας διαδικασίας βιο- ζύμωση ς. Τα σπόρια ( κονίδια ) εκχυλίζονται για να γινουν σε ψεκάσιμη μορφή. Beauveria bassiana ονομάστηκε  από το ιταλο εντομολόγο Agostino Bassi . Βρήκε το πρώτο Β μπασιάνα το 1835 ως την αιτία της νόσου Muscardine των μεταξοσκώληκων .
Beauveria bassiana Τρόπος δράσης

 Ο Beauveria bassiana σκοτώνει τα εντομα οταν το έντομο έρχεται σε επαφή με το κονίδια ( σπόρια του μύκητα ) . Η επαφη γίνεται με διάφορους τρόπους . Η πιο κοινή και αποτελεσματική είναι τα σταγονίδια του ψεκασμού πανω στο παράσιτο ή με την επαφη σε μολυσμενη απο το μυκητα επιφάνεια . Μόλις τα σπόρια των μυκήτων ερθουν σε επαφη με την επιδερμίδα του εντόμου , τασπορια του μυκητα βλαστανουν και οι υφες  διεισδύουν στο σώμα του εντόμου και πολλαπλασιάζονται .   Στο  σώμα του εντομου ομύκητας πολλαπλασιαζεται ως βλαστοσπόριο, ή ζυμομύκητες , και ένζυμα αρχίζουν να καταστρέψουν τις εσωτερικές δομές του ξενιστή εντόμου προκαλώντας νοσηρότητα εντός 36-72 ώρες.
Αποτελεσματα
     Μειωμένη κατανάλωση τροφής και η ακινησία είναι  εμφανής
      Χρειάζονται 3 έως 5 ημέρες για ένα μολυσμένο έντομο για να πεθάνει . Το νεκρο έντομο μπορεί να χρησιμεύσει ως πηγή των σπορίων για δευτερογενή εξάπλωση του μύκητα. Ένα μολυσμένο ενήλικο αρσενικό , θα διαβιβάσει επίσης το μύκητα κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος και να μολυνει και αλλα εντομα.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

ΒΑΚΤΗΡΙΑ ΓΑΛΑΚΤΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ

Τα Βακτήρια Γαλακτικού Οξέος: είναι και αυτά γνωστά από παλιά, από την Παρασκευή γιαουρτιού, τουρσιών κ.λπ. Με τη σειρά τους παράγουν γαλακτικό οξύ από τα σάκχαρα και τους υδατάνθρακες που παράγουν οι άλλες δύο αναφερθείσες βασικές οικογένειες των ΕΜ. Λόγω του γαλακτικού οξέος έχουν ισχυρή αποστειρωτική δράση. Καταστέλλουν τη δράση των επιβλαβών Μ.Ο.(π.χ. των νηματωδών) με τη μείωση του ΡΗ του εδάφους. Επιταχύνουν την αποδόμηση της οργανικής ουσίας-κύρια της λιγνίνης και κυτταρίνης-και τη ζυμώνουν.



Στη φυτική παραγωγή:
• Παράγονται από τους ΕΜ -μέσω ζύμωσης- βιοενεργά αντιοξειδωτικά συστατικά, βιταμίνες, ένζυμα, αμινοξέα, φυσικά αντιβιοτικά κ.λπ. Ενισχύουν ταυτόχρονα τη φωτοσύνθεση στο έδαφος, την υγεία και τη γονιμότητά του, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των μυκόρριζων και άρα στην υγεία και η ανάπτυξη των φυτών χωρίς χημικά λιπάσματα και στη συνέχεια και στην υγεία των ζώων. Αποστειρώνουν το έδαφος από τους επιβλαβείς Μ.Ο.και έτσι είναι εύκολη η απαλλαγή από τα χημικά παρασιτοκτόνα και με την πάροδο του χρόνου επιτυγχάνεται και ο έλεγχος των ζιζανίων. Έχουμε συμβίωση των μικροοργανισμών και των φυτών:
• α) Θρέψη των φυτών από τους μικροοργανισμούς: τα φυτά αφομοιώνουν τους ΜΟ και τα συστατικά των ΜΟ είναι «έτοιμη τροφή» για τα φυτά. Προσφέρουν άζωτο(N), φωσφόρο(P), κάλλιο(K), ιχνοστοιχεία, πρωτεΐνες, βιταμίνες, ένζυμα.
• β) Φυτοπροστασία των φυτών από τους μικροοργανισμούς: οι ΕΜ υποστηρίζουν τους ωφέλιμους ΜΟ του εδάφους, συντελώντας στη προστασία των φυτών. Είναι φυσικό μέσο προστασίας με διέγερση της ανθεκτικότητας των φυτών. Η φυλλόσφαιρα είναι ένας τεράστιος χώρος διαβίωσης των μικροοργανισμών και καταστρέφουν με ένζυμα τα κύτταρα των παθογόνων
• Έχουμε αύξηση παραγωγικότητας(έρευνα πανεπιστημίου Γεωργίας της Οκινάβα: κατά 30% αύξηση σοδειάς βρώμης και σόγιας, κατά 15-20% αύξηση ριζικού συστήματος και βλαστών των λεμονιών, λόγω βασικά της αύξησης στην παραγωγή χλωροφύλλης: στη βρώμη-σόγια υπερδιπλασιάσθηκε η παραγωγή χλωροφύλλης). Παράλληλη αύξηση της παραγωγής πρωτεϊνών.
• Ενίσχυση της φύτρωσης, ανθοφορίας, καρποφορίας, ωρίμανσης, διατηρησιμότητας των προϊόντων και της ποιότητάς τους(περισσότερες βιταμίνες, σάκχαρα, αντιοξειδωτικά)

ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΤΙΚΑ ΒΑΚΤΗΡΙΑ

. Τα Φωτοσυνθετικά Βακτήρια: είναι κυρίαρχος ο ρόλος τους στους ΕΜ. Χρησιμοποιούν το φως και τη θερμότητα του εδάφους σαν πηγές ενέργειας και μετατρέπουν τις οργανικές ουσίες που βρίσκονται στο έδαφος-χρειάζεται να προστεθούν τέτοιες αν είναι φτωχό-τις εκκρίσεις των ριζών, ακόμα και επιβλαβείς ουσίες –όπως π.χ. το υδρόθειο-σε χρήσιμα για τα φυτά υλικά, όπως αμινοξέα, νουκλεοτίδια, βιοαντιδραδστήρια, σάκχαρα κ.λπ. Αυτά αφομοιώνονται άμεσα από τα φυτά, βοηθώντας στην ανάπτυξή τους. Βοηθούν επίσης να αναπτυχθούν και άλλοι ωφέλιμοι Μ.Ο., όπως είναι τα μυκόρριζα, τα οποία μαζί με τα άλλα αζωτοβακτήρια του εδάφους συντελούν στη δέσμευση του ατμοσφαιρικού αζώτου. Αυξάνουν τη διαλυτότητα των φωσφορικών αλάτων του εδάφους και έτσι εφοδιάζουν τα φυτά με φώσφορο.

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

ΓΑΙΟΣΚΩΛΗΚΕΣ

Γαιοσκώληκες (Anneliolae)
Η πιο γνωστή οικογένεια γαιοσκωλήκων η οποία απαντά συνηθέστερα στα εδάφη των βόρειων και εύκρατων κλιμάτων, είναι η Lumbricidae. Ο αριθμός τους στο έδαφος καθώς και το βάθος στο οποίο φθάνουν, ποικίλλει πολύ. Και οι δύο παράμετροι εξαρτώνται από την υγρασία και την οργανική ουσία του εδάφους, κυρίως τη μη αποικοδομημένη (Burns και Martin 1986).
Το ασβέστιο, που προέρχεται τόσο από το έδαφος όσο και από την οργανική ουσία, πρέπει να ικανοποιεί ορισμένες βιολογικές ανάγκες των γαιοσκωλήκων λόγω των ειδικών εκκριτικών αδένων ασβεστίου που έχουν. Αυτός είναι πιθανόν και ένας από τους λόγους που οι γαιοσκώληκες είναι ευαίσθητοι σε χαμηλά pH. Επίσης, είναι χαρακτηριστική η αύξηση του πληθυσμού τους σε εδάφη που δέχονται κοπριά, έναντι των εδαφών που δεν δέχονται. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση ο αριθμός τους στο έδαφος μπορεί να είναι έως 1000 φορές μεγαλύτερος έναντι της δεύτερης.
Ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζουν τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των εδαφών συνίσταται στην κατεργασία ικανού όγκου ανόργανου εδάφους, το οποίο περνά από το πεπτικό τους σωλήνα μαζί με την οργανική ουσία. Έτσι, η οργανική ουσία ενσωματώνεται με το ανόργανο έδαφος, εμπλουτίζεται με διάφορα ιόντα, κυρίως ασβεστίου, αλλά και με διάφορα ένζυμα, απαραίτητα για τις αναγκαίες διεργασίες πέψης και αλλαγμένη εξέρχεται από το πεπτικό σωλήνα των γαιοσκώληκων ως έκκριμα. Tα εκκρίματα αυτά περιέχουν ιόντα Ca και Mg, αλλά και αφομοιώσιμες πλέον μορφές αζώτου και φωσφόρου, καθώς και άλλα θρεπτικά για τα φυτά στοιχεία.
Η ευεργετική δράση των γαιοσκωλήκων οφείλεται επίσης και στη βελτίωση των φυσικών ιδιοτήτων των εδαφών. Επειδή οι γαιοσκώληκες έχουν την ικανότητα να περνούν μέσα από το πεπτικό τους σωλήνα ικανές ποσότητες ανόργανου εδάφους, δημιουργούν ψυχαλωτή δομή, διανοίγουν στοές οι οποίες συμβάλλουν στον καλύτερο αερισμό και τη μεγαλύτερη διαπερατότητα των επιφανειακών οριζόντων, αλλά και μεταφέρουν οργανικά υλικά και άλλους μικροοργανισμούς προς τα κάτω.

ΑΚΤΙΝΟΜΥΚΗΤΕΣ



Οι ακτινομύκητες μοιάζουν τόσο με τους μύκητες όσο και με τα βακτήρια. Έτσι, οι ακτινομύκητες ενώ είναι μονοκύτταροι μικροοργανισμοί όπως και τα βακτήρια, έχουν μυκηλιακές υφές, οι οποίες πολλές φορές διακλαδίζονται, όπως και οι μύκητες. Οι ακτινομύκητες είναι αερόβιοι μικροοργανισμοί, ετερότροφοι - σαπροφυτικοί, ευαίσθητοι σε χαμηλή εδαφική οξύτητα, αλλά αναπτύσσουν δραστηριότητα και σε εξαιρετικά ξηρές συνθήκες εδάφους.
Η σημασία των ακτινομυκήτων οφείλεται στα εξής (Burns και Martin 1986):
  • έχουν την ικανότητα να διασπούν δύσκολα αποικοδομούμενα οργανικά συστατικά, όπως η λιγνίνη,
  • έχουν ευεργετική επίδραση στη δομή και τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους, μέσω της δημιουργίας οργανικών συμπλόκων,
  • ελέγχουν την εξάπλωση των βακτηρίων, μέσω της παραγωγής αντιβιοτικών ουσιών και εξωκυτταρικών ενζύμων,
  • ασκούν μεγάλη επίδραση στο σχηματισμό του χούμου, μέσω της παραγωγής αρωματικών υδρογονανθράκων,
  • έχουν μεγάλη σημασία ως παθογόνα φυτών και ζώων.

ΠΡΩΤΟΖΩΑ


Τα πρωτόζωα ζουν ελεύθερα στο έδαφος και τρέφονται με διαλυτές οργανικές ουσίες και μικροοργανισμούς. Στο έδαφος, συνηθέστατα παρατηρείται σχέση άρπαγα - λείας μεταξύ πρωτόζωων και βακτηρίων, ιδιαίτερα κοντά στις ρίζες των φυτών, το οποίο συνεισφέρει πολύ στον ρυθμό επαναφοράς των βακτηριακών πληθυσμών. Η βοσκή των πρωτόζωων πάνω σε γερασμένες αποικίες βακτηρίων διατηρεί τους πληθυσμούς των βακτηρίων φυσιολογικά νεαρούς και άρα, πιο δραστήριους στην αποικοδόμηση των οργανικών ουσιών και την ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων. Επίσης, η μεγάλη κινητικότητα των πρωτόζωων στο νερό του εδάφους είναι πιθανό να προμηθεύει τα βακτήρια με αυξημένες ποσότητες διαλυτού οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών (Burns και Martin 1986).

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

ΜΥΚΟΡΡΙΖΕΣ

μυκόρριζες (Βοτ.). Το αποτέλεσμα της συμβίωσης των μυκήτων του εδάφους με τις ρίζες των ανώτερων φυτών. Πρόκειται για έναν ειδικό τύπο συμβιωτικής σχέσης αμοιβαιότητας, κατά την οποία ωφελούνται και οι δύο εταίροι. Ο μύκητας στηρίζεται στο φυτό για τη διατροφή του, προσλαμβάνοντας ένα μέρος των φωτοσυνθετικών του προϊόντων (σακχάρων) και το φυτό διευκολύνεται από τον μύκητα στην πρόσληψη ανόργανων ιόντων από το έδαφος. Συγκεκριμένα, οι υφές του μύκητα αυξάνουν την επιφάνεια απορρόφησης, λειτουργώντας παρόμοια με τα ριζικά τριχίδια· επίσης, όπως απέδειξαν διάφορα πειράματα, οι μυκηλιακές υφές φαίνεται να έχουν την ικανότητα ταχύτερης και αποτελεσματικότερης απορρόφησης σημαντικών για την ανάπτυξη των φυτών στοιχείων, κυρίως του φωσφόρου. Θεωρείται ότι το 95% των αγγειόσπερμων φυτών σχηματίζουν μ., γεγονός που τα καθιστά ικανά να αναπτύσσονται ακόμα και σε άγονα εδάφη και τους προσδίδει ανθεκτικότητα σε δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες, ακόμα και σε ασθένειες. Οι μυκορριζικοί μύκητες ανήκουν στις ομάδες των ασκομυκήτων, των βασιδιομυκήτων και των ζυγομυκήτων. Οι μυκορριζες. μελετήθηκαν λεπτομερώς για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αι. από τον Γερμανό Άλμπερτ Φρανκ, ο οποίος πραγματοποίησε σημαντικές έρευνες, κυρίως πάνω στην ανάπτυξη των μυκορριζικών ασκομυκήτων του γένους Tuber (κοινώς τρούφες).
Οι μ. διακρίνονται κυρίως σε δύο τύπους: στις εκτοτροφικές μ. ή εκτομυκόρριζες και στις ενδοτροφικές μυκορριζες. ή ενδομυκόρριζες. Στην πρώτη περίπτωση οι μυκηλιακές υφές καλύπτουν εξωτερικά τις ρίζες, σχηματίζοντας γύρω από αυτές ένα ευδιάκριτο περίβλημα, που ονομάζεται μανδύας· αναπτύσσονται, επίσης, στους μεσοκυττάριους χώρους του φλοιού της ρίζας –χωρίς να εισέρχονται, ωστόσο, στο εσωτερικό των κυττάρων, όπως οι ενδομυκόρριζες– σχηματίζοντας ένα πλέγμα, το επονομαζόμενο δίκτυο του Ηartig, που λειτουργεί ως επιφάνεια ανταλλαγής υλικού μεταξύ των συμβιωτών. Αυτός ο τύπος μ. συναντάται σχεδόν σε όλα τα ξυλώδη δασικά φυτά, κυρίως των ψυχρών εύκρατων ή ορεινών δασών, όπως είναι τα κωνοφόρα, οι βαλανιδιές, οι οξιές, οι σημύδες, οι φτελιές, οι καστανιές, οι λεύκες κλπ. Ορισμένα, μάλιστα, από αυτά είναι ανίκανα να αναπτυχθούν χωρίς τη δημιουργία μ., γεγονός με μεγάλη πρακτική σημασία, ιδιαίτερα στις αναδασώσεις, οι οποίες συχνά αποτυγχάνουν, αν τα δενδρύλλια που φυτεύονται δεν έχουν εμβολιαστεί με τους κατάλληλους μυκορριζικούς μύκητες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μυκήτων αυτών είναι βασιδιομύκητες και μάλιστα της τάξης των αγαρικωδών· μεταξύ των τελευταίων υπάρχουν πολλά γένη (π.χ. Boletus, Lactarius, Russula, Amanita κ.ά.), τα οποία σχηματίζουν ορατούς καρποφόρους (μανιτάρια). Οι εκτομυκορριζικοί μύκητες σπάνια εμφανίζουν εξειδίκευση σε συγκεκριμένα είδη δέντρων· συνήθως σχηματίζουν εκτεταμένα υπόγεια δίκτυα, τα οποία μπορεί να συνδέουν τις ρίζες διαφορετικών ειδών. 
Στις ενδομυκόρριζες, οι υφές του μύκητα εισέρχονται και αναπτύσσονται κατά κύριο λόγο στο εσωτερικό των κυττάρων του φλοιού της ρίζας. Ο πιο κοινός τύπος αυτής της κατηγορίας είναι οι λεγόμενες κυστοειδείς-δενδροειδείς μ., γνωστές διεθνώς με την ονομασία VAM (Vesicular-Arbuscular-Mycorrhizae), στις οποίες οι μυκηλιακές υφές σχηματίζουν κυστίδια και λεπτές δενδροειδείς διακλαδώσεις μέσα στα κύτταρα του φλοιού· οι σχηματισμοί αυτοί δεν διαπερνούν το πλασμαλλήμα των κυττάρων, αλλά περιβάλλονται από εγκολπώσεις του, που αποτελούν και τις θέσεις ανταλλαγής υλικών. Τα περισσότερα είδη φυτών (δενδρώδη, θαμνώδη και ποώδη) μπορούν να δημιουργήσουν VAM μ., αλλά οι μύκητες που συμμετέχουν σε αυτές είναι αποκλειστικά ζυγομύκητες. Ενδομυκόρριζες άλλου τύπου σχηματίζουν οι ορχιδέες και φαίνεται ότι πολλά είδη δεν μπορούν να αναπτυχθούν χωρίς τον μύκητα. Για τον λόγο αυτό οι καλλιεργητές, όταν πρόκειται να σπείρουν ορχιδέες, βάζουν στο υπόθεμα ριζοβολίας κομμάτια ριζών με μυκορριζες.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΡΙΧΟΔΕΡΜΑ

Αντιμετώπιση εδαφογενών μυκήτων με χρήση βιοπαραγόντων


Η αντιμετώπιση των εδαφογενών μυκητολογικών προβλημάτων υποκειμένων, νεαρών δενδρυλλίων και ανεπτυγμένων δένδρων, μπορεί να προωθηθεί με την εφαρμογή βιολογικών παραγόντων (μύκητες, βακτήρια, ιοί), τομέας που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής εξαιτίας των σημαντικών πλεονεκτημάτων που τη χαρακτηρίζουν (μειωμένες εισροές χημικών ουσιών στο περιβάλλον, μειωμένο κόστος παραγωγής, ασφάλεια για το περιβάλλον, τον παραγωγό και τον καταναλωτή, σταθερότητα αποτελεσμάτων). 


Μύκητες του γένους Trichoderma
Οι μύκητες του γένους Trichoderma είναι ευρύτατα διαδομένοι στα καλλιεργούμενα εδάφη και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εκτεταμένη εφαρμογή των μυκήτων αυτών ως βιολογικών παραγόντων εναντίον των περισσοτέρων εδαφογενών φυτοπαθογόνων μυκήτων. Η αυξημένη βιολογική δράση τους οφείλεται στην ικανότητα παραγωγής μεταβολιτών με αντιμυκητιακή δράση, σε φαινόμενα μυκοπαρασιτισμού αλλά και διέγερσης μηχανισμών ανθεκτικότητας των καλλιεργούμενων φυτικών ειδών. Παράλληλα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, παρατηρείται προώθηση της ανάπτυξης των φυτών καθώς και βιοαποικοδόμηση συσσωρευμένων στο έδαφος χημικών ουσιών από λανθασμένες πρακτικές συστημάτων συμβατικής γεωργίας. Στοχεύοντας στη διερεύνηση των δυνατοτήτων των μυκήτων του γένους Trichoderma για βιολογικό έλεγχο φυτοπαθογόνων μυκήτων είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός και η βελτιστοποίηση παραμέτρων όπως: η επιλογή της καταλληλότερης μεθόδου εφαρμογής τους, ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης και της ποσότητας του εφαρμοζόμενου μολύσματος, η προσαρμογή των τεχνικών εφαρμογής ανάλογα με το είδος των φυτοπαθογόνων μυκήτων – στόχων και των συνθηκών του μικροπεριβάλλοντος κάθε φορά.
Η εφαρμογή των απομονώσεων του γένους Trichoderma με σκοπό την αντιμετώπιση εδαφογενών μυκήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί σε τρεις φάσεις κατά την ανάπτυξη των φυτών δενδροκομικού ενδιαφέροντος:
1) στο φυτώριο πριν τον εμβολιασμό των υποκειμένων,
2) στο φυτώριο στα εμβολιασμένα υποκείμενα,
3) στον οπωρώνα κατά την φύτευση των νεαρών δενδρυλλίων,
4) στον οπωρώνα με ριζοπότισμα σε ανεπτυγμένα δένδρα και
5) στον οπωρώνα σε συμπτωματικά – προσβεβλημένα δένδρα με σκοπό την αποφυγή μετάδοσης του ή των παθογόνων στην υπόλοιπη γεωργική εκμετάλλευση.



 Βακτήρια του γένους Pseudomonas (PGPR)
Στην κατηγορία των μικροοργανισμών με δυνατότητες εφαρμογής τους ως βιολογικούς παράγοντες, ανήκει ένας αριθμός βακτηριακών ειδών, τα βακτήρια που προωθούν την ανάπτυξη των φυτών (Plant Growth Promoting Rhizobacteria, PGPR), τα οποία αποτελούν εν δυνάμει παράγοντες βιολογικού ελέγχου, που συμβάλλουν στην καταστολή της δράσης των φυτοπαθογόνων μυκήτων. Οι συγκεκριμένοι μικροοργανισμοί δρουν ως ανταγωνιστές για θρεπτικά στοιχεία ή οικοφωλεές, παράγουν μυκητοστατικές και μυκητοτοξικές ουσίες ή / και προκαλούν φαινόμενα διεγειρόμενης διασυστηματικής αντοχής στους φυτικούς οργανισμούς (Induced Systemic Resistance, ISR). Βασική προϋπόθεση χρησιμοποίησης βακτηρίων με σκοπό την επιτυχή αντιμετώπιση φυτοπροστατευτικών προβλημάτων είναι ο συνδυασμός, τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: ιδιαίτερη ικανότητα αποικισμού του ριζικού συστήματος των φυτών, προώθηση της ανάπτυξης των φυτών και βιολογικός έλεγχος. Διάφορα βακτηριακά στελέχη του γένους Pseudomonas χαρακτηρίζονται από υψηλή ικανότητα αποικισμού του ριζικού συστήματος των φυτών και κατά καιρούς έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για την αντιμετώπιση διαφόρων φυτοπαθογόνων μυκήτων. Είναι εξαιρετικοί ανταγωνιστές όσο αφορά στην κατανάλωση των διαθέσιμων θρεπτικών στοιχείων της ριζόσφαιρας, στην κατάληψη των διαθέσιμων στο ριζικό σύστημα των φυτών θέσεων αποικισμού (οικοφωλεές) και αποτελούν παράγοντες πρόκλησης ISR σε διάφορα φυτικά είδη.

 
Η εφαρμογή των PGPR με σκοπό την αντιμετώπιση εδαφογενών μυκήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί σε τρεις φάσεις κατά την ανάπτυξη των φυτών δενδροκομικού ενδιαφέροντος:
1) στο φυτώριο πριν τον εμβολιασμό των υποκειμένων,
2) στο φυτώριο στα εμβολιασμένα υποκείμενα,
3) στον οπωρώνα κατά την φύτευση των νεαρών δενδρυλλίων,
4) στον οπωρώνα με ριζοπότισμα σε ανεπτυγμένα δένδρα και
5) στον οπωρώνα σε συμπτωματικά – προσβεβλημένα δένδρα με σκοπό την αποφυγή μετάδοσης του ή των παθογόνων στην υπόλοιπη γεωργική εκμετάλλευση.
 
Πηγη  http://futoprostasia.blogspot.gr/2011/12/blog-post_7916.html